αμοιβαδοειδής

αμοιβαδοειδής
και αμοιβοειδής, -ές
αυτός που αναφέρεται στις αμοιβάδες ή έχει τα γνωρίσματα τών αμοιβάδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο όρος είναι ελληνογενής < αμοιβάδα + -ειδής < είδος
εκτός από τον όρο αμοιβαδοειδής, χρησιμοποιείται επίσης και ο όρος αμοιβοειδής. Πρόκειται για μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. am(o)eboid < νεολατιν. am(o)eba, βλ. αμοιβάδα και αμοιβή Ζωολ. + -oid < -οειδής < είδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αμοιβάδες — οι Ζωολ. μονοκύτταροι μικροοργανισμοί, που ανήκουν στα Ριζόποδα Πρωτόζωα, και συγκεκριμένα στις Γυμναμοιβάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λόγιας προελεύσεως όρο, που προήλθε < αρχ. ἀμοιβάς, άδος (< ἀμοιβὴ) «η εναλλασσόμενη, αυτή που χρησιμεύει… …   Dictionary of Greek

  • αμοιβοειδής — ές βλ. αμοιβαδοειδής …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… …   Dictionary of Greek

  • πλασμώδιο — το, Ν 1. βιολ. κύτταρο που περιέχει πάμπολλους πυρήνες, γνωστό και ως συγκύτιο 2. (μικρβλ.) γένος σποροζώων πρωτοζώων που προκαλεί στον άνθρωπο την ελονοσία 3. (μυκητ.) η κινητή, πολυπύρηνη, αμοιβαδοειδής, περιβαλλόμενη από κυτταρική μεμβράνη,… …   Dictionary of Greek

  • ψευδοποδιακός — ή, ό, Ν [ψευδοπόδιο] φρ. «ψευδοποδιακή κίνηση» βιολ. η κίνηση ορισμένων κυττάρων ή οργανισμών που μοιάζει με την κίνηση τής αμοιβάδας, αλλ. αμοιβαδοειδής κίνηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”